«Τι ήθελε ένα μοναστήρι τα έστω 100 εκατομμύρια;»
Ο κάθε άνθρωπος, που μπήκε σε μοναστήρι και ανέλαβε τον ζυγόν του Χριστού, που είναι χρηστός, πρέπει οπωσδήποτε να ζήσει με ακτημοσύνη αρκούμενος στα πιο απαραίτητα και αποφεύγοντας κάθε τι περιττό σε ενδυμασία, σε είδη που χρειάζεται το κελί του, σε χρήματα. Περιουσία, πλούτος και θησαυρός του μοναχού πρέπει να είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Την εντολή μας την έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης -μας συνιστά- όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι.
«Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» (Ματθ. 6, 21). «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ. 6, 24).
Αν ο μοναχός έχει χρήματα ή πολύτιμα ακριβά πράγματα, τότε και χωρίς να το θέλει, σύμφωνα με ένα απαράβατο νόμο και μια ανυπέρθετη αναγκαιότητα, η ελπίδα του θα μετατοπισθεί, από τον Θεό στα αγαθά του!
Η απόκτηση και διατήρηση χρημάτων ή άλλων αγαθών είναι -όπως λέει ο απόστολος- ειδωλολατρία (Εφ. 5, 5).
Το Άγιο Πνεύμα ελεεινολογεί την κατάσταση του ανθρώπου, που γοητεύθηκε από την απάτη του επίγειου πλούτου και πηγαίνει στην αιωνιότητα με τη φοβερή και ολέθρια κατάσταση της πνευματικής φτώχειας. Λέγει: «Ιδού άνθρωπος, ος ουκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ ήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη εν τη ματαιότητι αυτού» (Ψαλμ. 51, 9).
Δηλαδή. Να, άνθρωπος, που δεν εμπιστεύθηκε τον εαυτόν του στον Θεόν και στην βοήθειά του, αλλά στήριξε την ελπίδα του στα πολλά
πλούτη και εθεώρησε δύναμή του και εξασφάλισή του πράγματα μάταια, πράγματα απατηλά, πράγματα που τα εφαντάζετο δικά του!