Ένας Ελληνοκύπριος φοιτητής απαντάει στο κατά την ταπεινή μου γνώμη πολύ υπερτιμημένο και πολύ αδύναμο άρθρο του Αλκίνοου Ιωαννίδη, στο οποίο εγώ βρήκα ελάχιστες αλήθειες και μια από αυτές την αντέγραψα στο παρόν ποστ. Ο φοιτητής λέει πολύ περισσότερες αλήθειες, αποφεύγει όμως να αναφερθεί στο θέμα ταμπού, στον άδικο τρόπο που οι Ελληνοκύπριοι (όχι όλοι, η Εκκλησία και όλες οι παραφυάδες της Δεξιάς και του “πατριωτικού” και σοσιααλιστικού Κέντρου, αλλά και το ΑΚΕΛ τα τελευταία χρόνια, δεν τολμούσε να κάνει και να πει αυτά που όφειλε) συμπεριφέρθηκαν όποτε μπορούσαν κατά των Τουρκοκυπρίων.
Αν δεν ειπωθεί όλη η αλήθεια, τα λάθη θα επαναλαμβάνονται και οι τραγωδίες θα ανακυκλώνονται, μέχρι να έλθει η ολοκληρωτική κατατροφή.
Η Κύπρος θεωρεί σήμερα, στο όνομα της νομιμότητας ενός μόνο Κράτους, ότι θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί μόνη της τα οποια πολύτιμα κοιτάσματα αδικώντας τους Τουρκοκύπριους. Η Τουρκία όμως είναι δίπλα της και δεν θα μείνει απαθής θεατής. Πλανάται πλάνην οικτρά. Όποιος δεν το βλέπει, όποιος δεν το λέει, δεν είναι πατριώτης. Απλά ετοιμάζει την επόμενη τραγωδία.
«Αλήθεια, πότε πεινάσαμε;»
Απριλίου 01, 2013
Γράφει ο Σοφοκλής Παπαδόπουλος
Ένας 24χρονος Κύπριος φοιτητής, ο Σοφοκλής Παπαδόπουλος, απαντά μ” ένα δικό του άρθρο στα όσα έγραψε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης πριν από μια εβδομάδα.
«Αγαπητέ Αλκίνοε,
Είμαι 24χρονος Κύπριος φοιτητής στην Αθήνα,
…….
Γενικά ομιλούντες, βρήκα το άρθρο σου σε μεγάλο βαθμό χαμένο στην αοριστία, συχνά αντιφατικό και επικίνδυνα βυθισμένο σ” έναν άκρατο ρομαντισμό. Θα εξηγήσω αναλυτικά τι εννοώ. Κατ” αρχάς ολόκληρο το άρθρο διαχέεται από τη νοσταλγία ενός απολεσθέντος όμορφου και βαθιά ανθρώπινου παρελθόντος, που έρχεται σε αντίφαση με ένα πεζό, απρόσωπο και στιγματισμένο από την παντοδυναμία του χρήματος παρόν.
……
Θα συμφωνήσω πως ναι, κάναμε το χρήμα αφεντικό, αφεθήκαμε στον νεοπλουτισμό και στο αρχοντοχωριατιλίκι, αλλά γιατί αυτή η υπερβολή, αυτή η ισοπέδωση, αυτή η εύκολη απλούστευση των πάντων; Ποιος ο λόγος να καταφεύγεις σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν και να ξορκίζεις ένα δαιμονοποιημένο παρόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι οι παππούδες μας ήταν πιο ανθρώπινοι από εμάς; Ότι οι καλημέρες τους ήταν αληθινές κι ότι υπήρχε ανάμεσά τους αλληλεγγύη; Οι κοινωνίες αλλάζουν. Η ανθρώπινη φύση όχι. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία. Στα χωριά δεν τρωγόντουσαν μεταξύ τους; Δεν ζηλεύαν; Δεν σκοτώνονταν για τα χωράφια και τις περιουσίες τους; Κι οι γάμοι τους, επειδή είχαν όμορφα γλέντια (που στο μυαλό μας περιβάλλονται από ένα νοσταλγικό φαντασιακό περίβλημα) πάει να πει πως ήταν πιο αγαπητικοί και πιο ουσιαστικοί; Πόσοι γάμοι συμφωνήθηκαν από τα πεθερικά πριν καν γεννηθεί το ζευγάρι; Πόσοι άντρες ξυλοκοπούσαν τις γυναίκες τους ή τις είχαν σαν δούλες; Ποιος σου μίλησε γι” αυτές τις αγγελικά πλασμένες κοινωνίες, γεμάτες αγνούς κι άγιους ανθρώπους; Όσο για την ειλικρινή κι όμορφη ιστορία των παιδικών σου χρόνων, όσο κι αν είναι αληθινή και συγκινητική, αφορά εσένα και τον παιδικό κόσμο σου. Να σου θυμίσω ότι τον ίδιο ακριβώς καιρό, οι μεγάλοι – χωρισμένοι σε μακαριακούς και γριβικούς – βγάζαν πιστόλια και πυροβολούσαν τον αδερφό τους που ήταν στην αντίπερα όχθη της παράνοιας.
……
Αλλά, προς Θεού, η επιστροφή στην ιδέα ενός ανύπαρκτου παρελθόντος δεν είναι λύση. Η επιστροφή στο παρελθόν είναι ακριβώς αυτό: πισογύρισμα. Μου φαίνεται πως έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε σ” ένα ωραιοποιημένο παρελθόν, επειδή φοβόμαστε ν” αντιμετωπίσουμε το ατελές της ανθρώπινης μας φύσης. Αποφεύγουμε να μάθουμε την πραγματικότητά του, ακριβώς επειδή μας αρέσει να φαντασιωνόμαστε και να ελπίζουμε σ” ένα παρομοίως τέλειο μέλλον. Ακροβατούμε από τη μιαν αυταπάτη στην άλλη, ενώ στα χέρια μας κρατούμε ένα παρόν που πρέπει να μας φανεί ολότελα σιχαμερό, ώστε να το μισήσουμε, να το εξοβελίσουμε και να πορευθούμε καθαροί στο φωτεινό μέλλον, που φωταγωγείται απ” το υπέροχο παρελθόν.
Η ανασφάλεια μάς οδηγεί στην απλούστευση.
……
Ναι, οι εκπροσώποι για μια στιγμή εκπροσώπησαν πράγματι: Εκπροσώπησαν τον λαό τους που δεν ερευνά πριν αποφασίσει, που δεν έχει καθαρή πολιτική σκέψη, που ακόμα ψηφίζει με κριτήριο το επώνυμό του. Σκεφτήκαν σοβαρά πριν ορθώσουν περήφανα το ανάστημά τους; Μελέτησαν τα ενδεχόμενα; Βρήκαν εναλλακτικές λύσεις; Αν όχι, τότε το «όχι» τους θα μείνει στην ιστορία μάλλον σαν ηλίθιο παρά σαν ηρωικό. Δεν ξέρω από πότε το ελληνικό φρόνημα συνδυάστηκε μ” αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη παρορμητικότητα. Να σου θυμίσω μόνο πως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι έβαλαν τις βάσεις του ορθού λόγου κι η δημοκρατία τους βασιζόταν στην ελεύθερη σκέψη και το διάλογο, κι όχι στις ψευτοπαληκαριές. Κι οι εθνικοί απελευθερωτικοί αγώνες, είτε του ’21 είτε του ’55 – ’59, πέτυχαν όχι επειδή βασίστηκαν στη νεανική «ελληνική» τρέλα των αγωνιστών, αλλά γιατί υπήρχαν κάποια μυαλά πίσω που οργανώναν με καθαρή σκέψη και σύνεση, και κατεύθυναν αυτή την τρέλα.
……
Και τελοσπάντων, αλήθεια, πότε πεινάσαμε; Πότε κρυώσαμε χρόνια (!); Εμείς; Ποτέ. Ούτε η γενιά μου, ούτε η γενιά σου, ούτε η προηγούμενη γενιά. Τι παρηγοριά είναι αυτή απ” το παρελθόν – πάλι – φερμένη;
…..
Να σου θυμίσω άλλωστε – κι αυτό θα σε τρομάξει – πως αυτή ακριβώς η εξιδανίκευση του παρελθόντος και της ιδέας του είναι που τρέφει τους «βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ” έξω κι από μέσα»» που τόσο αποστρέφεσαι. Η καταφυγή στο μύθο δεν είναι λύση. Τη λύση δεν τη δίνει η άγνοια και η φαντασία, αλλά η αλήθεια και η γνώση – ή έστω η γνώση της άγνοιας. Ας γίνουμε πιο συνετοί. Ας μάθουμε ν” ακούμε, να διασταυρώνουμε απόψεις, να σχηματίζουμε άποψη, ν” αναζητούμε την αλήθεια. Η αίσθηση της αδυναμίας ας μην μας φέρει κοντά λόγω κοινού μίσους και αγανάκτησης προς ορατούς κι αόρατους εχθρούς, αλλά λόγω ταπείνωσης και συμπόνιας. Το πλήγμα ας μας κάνει πιο σώφρονες, όχι φαντασιόπληκτους και τσαμπουκάδες.
Με εκτίμηση Σοφοκλής Παπαδόπουλος»